- πάνωρος
- πᾰν-ωρος, ον,A produced in every season,
φέρμα A.Supp.690
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φέρμα A.Supp.690
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνωρος — ον, Α αυτός που παράγεται κάθε εποχή τού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὥρα (πρβλ. εύωρος, πολύ ωρος)] … Dictionary of Greek
πανώρῳ — πάνωρος produced in every season masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανώρωι — πανώρῳ , πάνωρος produced in every season masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)